σκοπευτικός

σκοπευτικός
-ή, -ό, / σκοπευτικός, -ή, -όν, ΝΑ [σκοπευτής]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκόπευση
2. φρ. α) «σκοπευτικά μηχανήματα»
στρ. όργανα σχετικώς πολύπλοκα, προσαρμοσμένα στους κιλλίβαντες τών πυροβόλων, με τα οποία πραγματοποιείται η κατά διεύθυνση και καθ' ύψος σκόπευση τού πυροβόλου ώστε τα βλήματα να πλήξουν τον στόχο
β) «σκοπευτικό όργανο»
στρ. όργανο με το οποίο εκτελείται η σκόπευση όπλου ή οπλικού συστήματος ή επιτυγχάνεται η ορθή κατεύθυνση τού οπτικού πεδίου εικονοληπτικής συσκευής στα σύγχρονα όπλα, όπως είναι λ.χ. το κλισιοσκόπιο και το στόχαστρο τών φορητών πυροβόλων όπλων, η σκοπευτική τηλεσκοπική διόπτρα για σκόπευση απομακρυσμένων στόχων ή τα σύγχρονα ηλεκτρονικά-οπτικά μέσα και συστήματα ελέγχου πυρός
γ) «σκοπευτική γραμμή» — η νοητή ευθεία γραμμή που αρχίζει από το μάτι τού σκοπευτή, διέρχεται από τη σκοπευτική εγκοπή τού κλισιοσκοπίου και την ακή τού στοχάστρου και καταλήγει στο κέντρο τού στόχου
δ) «σκοπευτική εγκοπή» — η εσοχή που υπάρχει στο όπλο ή στο κλισιοσκόπιο και η οποία μαζί με το στόχαστρο ορίζει την σκοπευτική γραμμή
αρχ.
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον παρατηρητή ή στην παρατήρηση, στην κατόπτευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκοπευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σκόπευση και στους σκοπευτές: Αναδείχτηκε νικητής στους σκοπευτικούς αγώνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διοπτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόπτευση, σκοπευτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”